- σιτηρεσίου
- σῑτηρεσίου , σιτηρέσιονprovision-moneyneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
φιλιτιανά — τὰ, Μ μέτρα διανομής σιτηρεσίου σε στρατιώτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλίτια «συσσίτια» + κατάλ. ιανά, ουδ. πληθ. τού ιανός] … Dictionary of Greek
ζωοτροφές — Οτιδήποτε χορηγείται με τη μορφή τροφής στα χορτοφάγα ζώα που συγκροτούν την οικόσιτη, ενσταβλισμένη ή νομαδική κτηνοτροφία. Ειδικότερα, ζ. είναι οι σανοί και τα προϊόντα που χορηγούνται συμπληρωματικά στο ημερήσιο σιτηρέσιο των ζώων. Υποβοηθούν… … Dictionary of Greek